κρόκες

κρόκες
κρόκες, αἱ, metapl. nom. pl. of sq.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κρόκες — κρόκη thread which is passed between the threads of the warp fem nom pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρόκη — (I) η (Α κρόκη, αιτ. εν. και κρόκα, ονομ. πληθ. κρόκες) το νήμα που περνά με τη σαΐτα στο στημόνι τού αργαλειού, υφάδι («υφαίνουσι δέ... ἄνω τὴν κρόκην ὠθέοντες», Ηρόδ.) αρχ. 1. (γενικά) κλωστή, νήμα 2. κλωστή από μαλλί, κροκύς* («τρίβωνες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”